ΠΡΑΣΙΝΗ ΒΙΒΛΟΣ
Πράσινη Βίβλος
O γεωργοδιατροφικός τομέας καλείται να λειτουργήσει σε ένα περιβάλλον, που χαρακτηρίζεται από τον διαρκώς μεγαλύτερο ανταγωνισμό, τις αλλαγές στα καταναλωτικά πρότυπα και τη μετάθεση της πολιτικής από το προϊόν στον παραγωγό και στην αειφόρο ανάπτυξη.
Η οικονομική κρίση κάνει το τοπίο ακόμη πιο πολύπλοκο. Στο περιβάλλον αυτό είναι κοινή η παραδοχή ότι η ποιότητα αποτελεί ίσως την μοναδική διέξοδο επιβίωσης της γεωργίας, κυρίως εκείνης που στηρίζεται στις μικρές μεσαίες
οικογενειακές γεωργικές εκμεταλλεύσεις όταν μάλιστα ασκείται στις ορεινές
και μειονεκτικές περιοχές. Η ίδια η έννοια της ποιότητας των γεωργικών
προϊόντων και των τροφίμων είναι σύνθετη. Περιλαμβάνει την ανταπόκριση στις
προσδοκίες των καταναλωτών όχι μόνο σε ότι αφορά τα ίδια τα χαρακτηριστικά
του προϊόντος αλλά και την προέλευση καθώς και τον τρόπο παραγωγής του. Έχει
πτυχές οργανοληπτικές, πολιτιστικές και ιστορικές, αειφορίας και
ιδιαιτερότητας. Η ποιότητα είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, τάση που
θα συνεχιστεί και στο μέλλον, αν ληφθεί υπόψη η οικονομική ανάπτυξη, η μεγέθυνση του εμπορίου των μεταποιημένων προϊόντων και οι τεχνολογικές εξελίξεις.
Οι καταναλωτές επιζητούν αυστηρά, έγκυρα και μετρήσιμα στοιχεία σε σχέση με την ασφάλεια και ενδιαφέρονται όλο και περισσότερο για χαρακτηριστικά που έχουν να κάνουν με την παράδοση, την ιστορία ή τις φιλικές προς το περιβάλλον μεθόδους παραγωγής.
Η κοινοτική νομοθεσία για την ποιότητα των τροφίμων θεωρείται από τις αυστηρότερες στον κόσμο, καλύπτει την ασφάλεια και την υγιεινή, την ταυτότητα και τη σύνθεση, την περιβαλλοντική φροντίδα, παραμέτρους υγείας των φυτών και των ζώων, αντικατοπτρίζοντας τις απαιτήσεις της κοινωνίας. Οι καταναλωτές όμως έχουν ταυτόχρονα την απαίτηση η σχέση αξίας / ποιότητας να δικαιολογεί την τιμή τους, η οποία να είναι εφικτή και προσιτή.
❤ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Για τους γεωργούς το να ανταποκριθούν σε όλες αυτές τις απαιτήσεις μιας αειφόρας
και ταυτόχρονα ανταγωνιστικής παραγωγής, είναι πραγματική πρόκληση. Η
τελευταία μεταρρύθμιση της ΚΑΠ άφησε την ευρωπαϊκή γεωργία περισσότερο
εκτεθειμένη στον εσωτερικό και διεθνή ανταγωνισμό. Η Επιτροπή έχει δεσμευθεί
να στηρίξει την προσπάθεια των γεωργών να κερδίσουν την πρόκληση της
ποιότητας με συνεκτικές πολιτικές που δεν θα συνεπάγονται πρόσθετο κόστος
και επιβαρύνσεις. Η δημόσια διαβούλευση που άνοιξε με την «Πράσινη Βίβλο για
την Ποιότητα των Γεωργικών Προϊόντων», αποτελεί μια πλατφόρμα για
προβληματισμό προς την κατεύθυνση αυτή, σχετικά δηλαδή με το κατά πόσο τα
αυστηρά πρότυπα και οι πολιτικές της ΕΕ παραμένουν επίκαιρα και
αποτελεσματικά λαμβάνοντας υπόψη τις σημερινές εξελίξεις. Τα αποτελέσματα
της δημόσιας διαβούλευσης συγκλίνουν καταρχήν σε μεγάλο βαθμό ότι η
απλούστευση των κανόνων, η εξασφάλιση καλά πληροφορημένων καταναλωτών με τη
συμπερίληψη της χώρας προέλευσης στη σήμανση των προϊόντων και η βελτίωση της προστασίας των ευρωπαϊκών ποιοτικών προϊόντων στη διεθνή αγορά είναι σημεία κομβικά, που επιδέχονται βελτιώσεις.
Αναγνωρίζεται ότι ο αυξημένος ανταγωνισμός από προϊόντα Τρίτων Χωρών και η κυριαρχία των μεγάλων αλυσίδων λιανικού εμπορίου ασκούν διαρκώς μεγαλύτερες πιέσεις στους παραγωγούς. Η σήμανση του τόπου παραγωγής της πρώτης ύλης που θα περιλαμβάνει και τα εισαγόμενα προϊόντα υποστηρίζεται έντονα.
Στο πλαίσιο μιας συνεκτικής πολιτικής για την ολοκληρωμένη ανάπτυξη της
υπαίθρου, η δυνατότητα παραγωγής διαφοροποιημένων προϊόντων υψηλής
ποιότητας, διακριτών είτε λόγω των ειδικότερων χαρακτηριστικών τους (γεύση,
τυπικότητα κλιπ) είτε λόγω των μεθόδων παραγωγής (προϊόντα οργανικής
γεωργίας), καθώς επίσης και η διαφύλαξη και ενίσχυση των παραδοσιακών
μεθόδων και τρόπων παραγωγής (προϊόντα με προστατευόμενη ονομασία
προέλευσης) αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Η στρατηγική αυτή μπορεί να
αξιοποιήσει την ποικιλομορφία των τοπικών συνθηκών, των δεξιοτήτων και της
τεχνογνωσίας και κατά κανόνα ανταποκρίνεται σε μικρομεσαία μεγέθη εκμεταλλεύσεων, που αποτελούν τον κανόνα στις λιγότερο ευνοημένες και στις ορεινές ή νησιωτικές περιοχές. Η παραγωγή τέτοιων προϊόντων συνεπάγεται σημαντική προστιθέμενη αξία και κατά κανόνα μπορούν να απολαύσουν ικανοποιητικές τιμές στην αγορά.
Η πολιτική αυτή προσφέρει δυνατότητες βιωσιμότητας σε πολλές γεωργικές εκμεταλλεύσεις και συμβάλλει στην δημιουργία θέσεων απασχόλησης ιδίως όταν συνδυάζεται με την χωρική επεξεργασία, τυποποίηση και εμπορία και έχει επομένως σημαντικά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα για την τοπική οικονομία και την ευημερία των περιοχών.
Σημαντικό τμήμα της πολιτικής για την ποιότητα είναι τα μέτρα για προϊόντα
με προστατευμένες είτε ονομασίες προέλευσης (ΠΟΠ) είτε γεωγραφικές ενδείξεις
(ΠΓΈ). Επιβάλλεται η ενίσχυση της προστασίας των καταχωρημένων ονομασιών και
ιδιαίτερα σε ορισμένα στάδια της συσκευασίας και της εμπορίας εκτός ζώνης
παραγωγής, οπότε και εμφανίζεται κίνδυνος καταχρηστικής χρήσης των. Και
είναι απαραίτητη η ενίσχυση της διεθνούς προστασίας τον γεωγραφικών
ενδείξεων στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου όπου και θα πρέπει
να επιδιωχθεί η προστασία του συνόλου των καταχωρημένων ονομασιών. Προς την
κατεύθυνση αυτή είναι αναγκαία η παροχή τεχνογνωσίας και νομικής κάλυψης από
την Επιτροπή για την επίτευξη συμφωνιών για την προστασία των κοινοτικών
προϊόντων ποιότητας σε Τρίτες Χώρες. Βασική προϋπόθεση για την πραγμάτωση
των θετικών επιπτώσεων είναι η διασφάλιση ενός αποτελεσματικού συστήματος
προστασίας-αναγνώρισης αυτών των προϊόντων και η αποτροπή φαινομένων σφετερισμού. Η προστασία αυτή όμως για να είναι επαρκής απαιτεί μια λογική χρήση και προσφυγή σε τέτοιες διαφοροποιήσεις, που πρέπει να ανταποκρίνονται
σε πραγματικές διαφορές και ιδιότητες των προϊόντων. Μια γενικευμένη προσφυγή σε μέτρα αυτού του τύπου ενέχει τον κίνδυνο ακύρωσης της όλης στρατηγικής και των αναμενόμενοί θετικών της επιπτώσεων.
Σχετικά με την καλύτερη προστασία των βιολογικών προϊόντων θα πρέπει,
μεταξύ άλλων, να αναγράφεται η χώρα προέλευσης στα εισαγόμενα οπό Τρίτες
Χώρες βιολογικά προϊόντα, ανεξάρτητα από το αν χρησιμοποιείται το Κοινοτικό
λογότυπο, να ενισχυθεί η αξιοπιστία του λογότυπου αυτού μέσω των
προγραμμάτων προώθησης των βιολογικών προϊόντων, να θεσμοθετηθούν τα
ανώτατα όρια ανίχνευσης απαγορευμένων φυτοπροστατευτικών ουσιών
και να εξεταστεί το ζήτημα της διπλής πιστοποίησης που απαιτούν σε πολλές
περιπτώσεις οι μεγάλοι διανομείς. που θέτει εμπόδια στη διάθεση των
βιολογικών προϊόντων στην αγορά της ΕΕ.
Η ποιότητα και η εξασφάλιση επώνυμων γεωργικών προϊόντων πρέπει να είναι η
νέα παραγωγική και εμπορική διάσταση της ευρωπαϊκής και εθνικής γεωργίας,
προστατεύοντας αγρότες και καταναλωτές από τον αθέμιτο διεθνή ανταγωνισμό
και την εμπορική πρακτική των αλυσίδων εφοδιασμού. Η υιοθέτηση αυστηρότερων
κριτηρίων αξιολόγησης των ποιοτικών σχημάτων, όπως εκείνα της εξαγωγιμότητας
και της βιωσιμότητας, δεν αποτελεί κατάλληλη λύση, εφόσον λειτουργούν ως
εμπόδια ενώ υπάρχουν παραδείγματα προϊόντων που δεν επιτυγχάνουν εξαγωγές
αλλά, ωστόσο, παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των τοπικών
οικονομιών και στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Η απελευθέρωση των
αγορών για προϊόντα τρίτων χωρών εκθέτει τους ευρωπαίους γεωργούς σε ένα
ανταγωνισμό που γίνεται άνισος όταν οι αυστηρές προδιαγραφές παραγωγής δεν
επιβάλλονται στους γεωργούς του υπόλοιπου κόσμου.Το θέμα θα μπορούσε να
λυθεί στο πλαίσιο του ΠΟΕ. αν δεν συναντούσε τις αντιδράσεις των εμπορικών μας εταίρων και αν η Επιτροπή έδινε μεγαλύτερη βαρύτητα στις «μη εμπορικές πτυχές», όπως αποκαλούνται, των διαπραγματεύσεων.
Εναλλακτικό, η επισήμανση της ευρωπαϊκής προέλευσης πρέπει να είναι σαφέστερη για τον καταναλωτή όπως και η δημοσιοποίηση στο πλατύ κοινό των υψηλών προτύπων στα οποία
υπόκειται η ευρωπαϊκή γεωργία ώστε να επιτρέπει στους καταναλωτές να κάνουν συνειδητές επιλογές.
❤ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΕΣ
Ο ρόλος των καταναλωτών είναι κομβικός και προσδιορίζει την
προστιθέμενη αξία που επιστρέφει στην αλυσίδα εφοδιασμού των ποιοτικών προϊόντων. Παραμένει όμως πάντα ζητούμενο, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες οικονομικής κρίσης,
το περιθώριο της επιπλέον τιμής που είναι πρόθυμοι να καταβάλουν οι
καταναλωτές για πρόσθετες εγγυήσεις ότι το τρόφιμο που αγοράζουν πληροί τις
ελάχιστες απαιτήσεις της νομοθεσίας ή ότι η ποιότητά του διαφοροποιείται πάνω από τις ελάχιστες αυτές απαιτήσεις. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι προτιμήσεις των καταναλωτών περιορίζονται από το διαθέσιμο εισόδημα, τη γνώση και την εμπιστοσύνη, που δύσκολα μπορούν να μετρηθούν αλλά και να οικοδομηθούν.
Στη ρεαλιστική σύνδεση του περιβάλλοντος με την ποιότητα συμβάλλει η ανάπτυξη βιώσιμων γεωργικών συστημάτων και η ολοκληρωμένη γεωργική διαχείριση. Ολοκληρωμένη γεωργία σημαίνει ακόμη βιώσιμη στρατηγική της χρήσης γης, που εξισορροπεί την περιβαλλοντική προστασία και την ασφαλή παραγωγή τροφίμων.
Ένα βιώσιμο σύστημα όμως πρέπει να ανταποκρίνεται στις οικονομικές ανάγκες των γεωργών και στους προβληματισμούς των καταναλωτών και ταυτόχρονα να διατηρεί τον κοινωνικό ιστό της υπαίθρου. Η ολοκληρωμένη διαχείριση είναι προσέγγιση που χρησιμοποιεί τις βέλτιστες πρακτικές καθώς και ρεαλιστική αναπτυξιακή διέξοδος για τους γεωργούς, εφαρμόσιμη σε όλους τους τομείς της γεωργίας συμπεριλαμβανομένων των βιολογικών προϊόντων.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι η αρχή της «πρόληψης» έχει αναγνωρισθεί σε
διεθνείς περιβαλλοντικές συμφωνίες (π.χ. Διακήρυξη του Ρίο, Σύμβαση για την
Βιοποικιλότητα) και έχει ενσωματωθεί στην κοινοτική νομοθεσία. Η εφαρμογή
της αρχής αυτής σε περιπτώσεις όπως το δικαίωμα των κρατών μελών να
μην επιτρέπουν την καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένων ποικιλιών (ΓΤΟ) στην
επικράτεια τους, ανησυχώντας για το περιβάλλον και τη βιοποικιλότητα αλλά
και για την παραποίηση των γεωργικών μοντέλων που αρμόζουν στις δικές τους ιδιαίτερες συνθήκες, δεν μπορεί να αμφισβητείται από την Επιτροπή. Η ρητή ενσωμάτωση της αρχής της «πρόληψης» στους κανόνες του ΠΟΕ, προωθείται από την ΕΕ, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την γεωργία. Κινήσεις όπως οι τελευταίες πρωτοβουλίες της Επιτροπής για άρση των απαγορεύσεων (moratorium) σχετικά με τη καλλιέργεια ΓΤΟ πέρα από απαράδεκτες και αντίθετες με την αρχή της πρόληψης, υπονομεύουν και τη διαπραγματευτική της θέση στο πλαίσιο του ΠΟΕ.
Εν κατακλείδι, η ποιότητα είναι μονόδρομος και αναπόσπαστο κομμάτι του ευρωπαϊκού γεωργικού μοντέλου, που δικαιολογεί τη δημόσια στήριξη την οποία θα πρέπει να συνεχίσει να απολαμβάνει, που δημιουργεί καλύτερες προϋποθέσεις για το γεωργικό εισόδημα και την ανάπτυξη στην ύπαιθρο, που εγγυάται τη διατροφική μας ασφάλεια, που ανταποκρίνεται στις παραγωγικές μας δομές.
Η οικονομική κρίση δεν δικαιολογεί την απομάκρυνση από αυτό το μοντέλο και τη χαλάρωση των ποιοτικών προτύπων, αλλά θα πρέπει να αποτελέσει πρόκληση για την επανεπιβεβαίωση του ποιοτικού μοντέλου προς την κατεύθυνση της απλούστευσης των διαδικασιών, της διαφάνειας, της αξιοπιστίας των πολιτικών και της διαχείρισής τους.
Η πολιτεία θα πρέπει να μεριμνά για την εξασφάλιση λογικής σχέσης μεταξύ των τιμών παραγωγού και καταναλωτή, που προϋποθέτει εχέγγυα ότι σε ολόκληρο το φάσμα της αλυσίδας εφοδιασμού όχι απλά διατηρούνται αλλά αναδεικνύονται τα συγκριτικά πλεονεκτήματα ως προς την ανταγωνιστική θέση των ποιοτικών προϊόντων έναντι εκείνων της εγχώριας μαζικής παραγωγής είτε των εισαγόμενων είτε ακόμη της προστασίας τους από το σφετερισμό της ταυτότητάς τους στις διεθνείς αγορές.